- πλουσιοπάροχες
- η , ο [ος , ον ]1) щедрый;
πλουσιοπάροχεςη αμοιβή — щедрое вознаграждение;
2) обильный; роскошный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλουσιοπάροχεςη αμοιβή — щедрое вознаграждение;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.